Τὶ εἶναι Δόγμα
«Οὐ γὰρ ἐν ρήμασιν ἡμῖν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡ ἀλήθειά τε καὶ ἡ εὐσέβεια, κατὰ τὸν θεολόγον Γρηγόριον. Περὶ δογμάτων δὲ καὶ πραγμάτων τὸν ἀγῶνα ποιοῦμαι. Κἄν τις ἐπὶ τῶν πραγμάτων ὁμοφωνῇ, πρὸς τὰς λέξεις οὐ διαφέ-ρομαι».
(Λόγοι ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ εἰς τὸν συνοδικὸν τόμον τοῦ 1351)
λέξη δόγμα προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα δοκεῖν [1] (δοκῶ-έω), ἀπὸ τὸ ὁποῖο καὶ οἱ λέξεις δόκησις, δόξα, δόκιμος, δοκιμάζω κ.ἄ.
Τὸ δοκεῖν χρησιμοποιήθηκε μὲ πληθώρα σημασιῶν. Ἡ ἐτυμολογική του προέλευση (ἀπὸ τὸ ρῆμα δέχεσθαι [δέχομαι]) ὁδηγεῖ στὴν ἄποψη ὅτι ἡ λέξη ἀρχικὰ σήμαινε «κάνω κάποιον νὰ δεχθεῖ κάτι, διδάσκω». Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν σημασία τοῦ λατινικοῦ doceo (διδάσκω), ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται καὶ τὸ γνωστὸ doctor (διδάκτωρ, διδάσκαλος). Ὡστόσο, ἡ βασικὴ σημασία τοῦ ρήματος δοκεῖν ἦταν «σκέπτομαι, νομίζω, πιστεύω».
Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὴν λέξη δόγμα, ἡ ὁποία χρησιμοποιήθηκε στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου μὲ πάμπολλες σημασίες, ὅπως γνώμη, πεποίθηση, φρόνημα, δόξα (ἄποψη), ὅ,τι φαίνεται σὲ κάποιον καλό, ὅ,τι κάποιος θεωρεῖ ἀληθές, ὅ,τι φαίνεται ὀρθὸ κ.ἄ.
Στὸν ἀρχαῖο κόσμο οἱ ἀποφάσεις, κυρίως ἐκεῖνες ποὺ ἀποτελοῦσαν γνῶμες τοῦ συνόλου, τὰ δημόσια ψηφίσματα, οἱ διαταγὲς κ.τ.ὅ. ὀνομάζονταν δόγματα (π.χ. τὰ τῶν Ἀμφικτιόνων δόγματα). Δόγμα ὀνομάζει καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὸ διάταγμα τοῦ Καίσαρος, εἰς τὸ ὁποῖον ὑπακούοντας ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ ἐγκυμονοῦσα Μαρία μετέβησαν εἰς τὴν Βηθλεὲμ γιὰ νὰ ἀπογραφοῦν: «Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην»[2]. Εἰδικότερα, δόγματα ὀνομάζονταν οἱ ἀποφάσεις τῆς ρωμαϊκῆς συγκλήτου (placitum)· ἐνῷ ἐκεῖνες τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου τῶν Ἀθηνῶν, ψηφίσματα.
Στὸν ἀπόστολο Παῦλο συναντοῦμε τὴν λέξη μὲ τὴν σημασία τῶν ἐντολῶν τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου: «ἐξαλείψας τὸ καθ’ ἡμῶν χειρόγραφον τοῖς δόγμασιν...» [3].
Ἀκόμη, ἡ λέξη δόγμα ἔλαβε κατὰ καιροὺς καὶ τὶς σημασίες κρίσις, ἔννοια, ἀξίωμα, ἀρχή. Μὲ τὴν τελευταία αὐτὴ σημασία τὴν χρησιμοποιοῦμε καὶ σήμερα, ὅταν ὁμιλοῦμε π.χ. γιὰ ἐπιστημονικό / ἰδεολογικό / στρατηγικὸ δόγμα κ.λπ. Ἐπίσης, ἀναφερόμενοι πολλὲς φορὲς στὸ σύνολο τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν ποὺ διατυπώνονται ἀπὸ πολιτικὸ ἡγέτη ἢ κυβέρνηση ἢ ἄλλη ἀρχὴ καὶ προτείνουν πολιτική, οἰκονομική, στρατιωτικὴ ἢ ἄλλη στρατηγική, χρησιμοποιοῦμε τὴν λέξη δόγμα (π.χ. δόγμα Τροῦμαν, δόγμα Μονρόε, ἑνιαῖο ἀμυντικὸ δόγμα Ἑλλάδος – Κύπρου κ.ο.κ.).
Ἰδιαίτερη σημασία ἔχει γιὰ ἐμᾶς ἡ λέξη δόγμα ὡς δοξασία καὶ μάλιστα ὡς φιλοσοφικὴ ἢ θρησκευτική. Στὴν πρώτη περίπτωση ἀναφερόμαστε στὶς θεμελιώδεις ἀρχὲς κάποιου φιλοσοφικοῦ συστήματος (π.χ. τὰ δόγματα τῶν Στωϊκῶν). Στὴν περίπτωση ποὺ χρησιμοποιοῦμε τὴν λέξη μὲ θρησκευτικὴ σημασία, ἡ ἀναφορά μας γίνεται πρὸς τὶς θεμελιώδεις ἀρχὲς ἑνὸς θρησκεύματος, τὸ σύνολο τῶν βασικῶν πεποιθήσεων μιᾶς θρησκείας ἢ μιᾶς αἱρέσεως ἀκόμη, τὴν διδασκαλία τῶν ἑτεροδόξων κ.τ.ὅ. Ἔτσι, ὁμιλοῦμε γιὰ δόγματα τῶν ἀσεβῶν, γιὰ προτεσταντικό / ἀγγλικανικό / καλβινικὸ δόγμα κ.ο.κ. Ἐξυπακούεται ὅτι οἱ δοξασίες αὐτὲς γιὰ τοὺς ὁπαδούς τους ἔχουν αὐθεντικὸ κῦρος καὶ εἶναι ἀνεπίδεκτες πάσης ἀμφισβητήσεως.
Κάπως ἔτσι φθάνουμε στὴν σημασία ποὺ ἔχει ἀποκτήσει ἡ λέξη δόγμα καὶ στὴν δική μας, ἐκκλησιαστικὴ παράδοση· μὲ τὴν διαφορὰ βέβαια ὅτι ἐδῶ δὲν ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ θρησκευτικὲς δοξασίες, ἀλλὰ μὲ ἀποκεκαλυμμένες θεῖες ἀλήθειες, καθότι ὁ χριστιανισμὸς δὲν εἶναι θρησκεία, ἀλλὰ ἀποκάλυψη. Στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων διαβάζουμε ὅτι οἱ ἀπόστολοι περιόδευαν τὶς πόλεις καὶ ἐδίδασκαν τοὺς ἀνθρώπους «φυλάσσειν τὰ δόγματα τὰ κεκριμένα ὑπὸ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πρεσβυτέρων τῶν ἐν Ἱερουσαλήμ»· δηλαδὴ νὰ φυλάττουν τοὺς ὅρους τῆς πίστεως, ποὺ ἔθεσαν οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι κατὰ τὴν ἀποστολικὴ σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων (περὶ τὸ 49 μ.Χ.) [4]. Τὴν αὐθεντικὴ αὐτὴ περὶ πίστεως διδασκαλία, τὴν θεόσδοτη ἀλήθεια, τῆς ὁποίας τὸ κῦρος εἶναι ἀπόλυτο καὶ ἡ ὁποία δὲν γίνεται προσιτὴ παρὰ μόνον μὲ τὴν ἄδολη καὶ ἀνυπόκριτη πίστη, διατύπωσαν ἀργότερα καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς σύνοδοι στοὺς δικούς τους Ὅρους. Ἔτσι, μποροῦμε καὶ ὁμιλοῦμε γιὰ τριαδικό / χριστολογικό / ἐσχατολογικὸ δόγμα κ.ο.κ.
Ἐνδιαφέρουσα, τέλος, εἶναι ἡ διάκριση ποὺ κάνει ὁ Μ. Βασίλειος ἀνάμεσα στὸ δόγμα καὶ τὸ κήρυγμα. «Ἄλλο γὰρ δόγμα καὶ ἄλλο κήρυγμα», γράφει χαρακτηριστικά. «Τὸ μὲν γὰρ σιωπᾶται, τὰ δὲ κηρύγματα δημοσιεύεται» [5]. Στὴν ρήση αὐτὴ τοῦ μεγάλου πατρὸς καὶ διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ ὅρος δόγμα ἀποκτᾶ μία μυστικὴ (ὄχι μυστικιστικὴ) διάσταση.
Ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν εἶναι δογματισμός, ὅπως κάποιοι ἀδαεῖς πιστεύουν καὶ ἰσχυρίζονται. Τὰ δόγματα δὲν εἶναι ἀφηρημένες δοξασίες, προϊόντα φιλοσοφικῶν ἀναζητήσεων, ἀλλὰ ἔκφραση τῆς ζωῆς μιᾶς (λατρευτικῆς) κοινότητος, ποὺ ὀνομάζεται Ἐκκλησία καὶ πορεύεται μέσα στὸν κόσμο καὶ στὴν ἱστορία ἐν Πνεύματι ἁγίῳ.
[1] Καλὸν εἶναι (πιὸ λόγιο, πιὸ ὄμορφο) τὰ ρήματα νὰ ἐκφέρονται στὴν ἀπαρεμφατική τους μορφή· δοκεῖν νὰ ποῦμε στὴν προκειμένη περίπτωση καὶ ὄχι δοκῶ. Παρομοίως, γράφειν καὶ ὄχι γράφω· ἔχειν καὶ ὄχι ἔχω· εἶναι καὶ ὄχι εἰμὶ κ.ο.κ. Εἶναι προτιμώτερο, διότι τὸ ἀπαρέμφατο εἶναι ἀφηρημένο ρηματικὸ οὐσιαστικὸ ἄκλιτο καὶ δὲν φανερώνει ὡρισμένο πρόσωπο καὶ ἀριθμὸ — φανερώνει μόνον διάθεση καὶ χρόνο· γι’ αὐτὸ ἄλλωστε λέγεται καὶ ἀπαρέμφατο [ἀ-παρὰ-ἐν-φαίνειν : δὲν παρεμφαίνει (φανερώνει) πρόσωπο καὶ ἀριθμό] [Επιστροφή]
[2] Λουκ. β΄ 1. [Επιστροφή]
[3] Κολ. β΄ 14. [Επιστροφή]
[4] Πράξ. ις΄ 4. [Επιστροφή]
[5] Μ. Βασιλείου Πρὸς Ἀμφιλόχιον περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, κεφ. κζ΄, PG 32, 189B. Βλ. καὶ ΠΗΔΑΛΙΟΝ Ἀγαπίου Ἱερομονάχου καὶ Νικοδήμου Μοναχοῦ, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀθῆναι 1993, σελ. 643. [Επιστροφή]